- παραχωρουμένης
- παραχωρέωgo asidepres part mp fem gen sg (attic epic)παραχωρέωgo asidepres part mp fem gen sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въмѣщатисѧ — ВЪМѢЩА|ТИСѦ (21), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1. Умещаться, помещаться в чем л., в ком л.: имь же бо ѡбразомь въмѣщаетьсѩ г҃ь. иде же хощеть пребываѩ невмѣстимъ. КР 1284, 356а; вельблѹдица… испиваше всю рѣкѹ. и не можаше проходити сквозѣ двѣ горѣ. понеже не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αντιπροσωπεία — Είναι μια έννοια που στο νεότερο δίκαιο έχει δύο θεμελιώδεις, αλλά εντελώς αποκλίνουσες σημασίες, σύμφωνα με το αν γίνεται χρήση της στο ιδιωτικό δίκαιο ή στο δημόσιο δίκαιο. Στο ιδιωτικό δίκαιο η α. είναι θεσμός που ανάγεται κυρίως στο ρωμαϊκό… … Dictionary of Greek